- κηπουρικόν
- κηπουρικόςofmasc acc sgκηπουρικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατυλίγιστον — τὸ, Α (ενν. κηπουρικόν) πλατύ λισγάρι, είδος πλατιάς αξίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίγιστον (< λίσγιστον < λίσγον «αξίνα, σκαπάνη, σκαλιστήρι»)] … Dictionary of Greek